Ιστορία Έδεσσας
Η πόλη κατοικείται από τα αρχαία χρόνια και μέχρι την ανακάλυψη των τάφων της Βεργίνας (1977) ταυτιζόταν με τις αρχαίες Αιγές, πρώτη πρωτεύουσα του αρχαίου Μακεδονικού βασιλείου.
Η σημερινή πόλη είναι κτισμένη στη θέση της ακρόπολης της αρχαίας πόλης.
Οι περιορισμένες, προς το παρόν, ανασκαφικές έρευνες έχουν αποκαλύψει το αρχαίο τείχος και τμήμα της αγοράς. Από την πόλη έφερε αποίκους ο Μέγας Αλέξανδρος και επανίδρυσε την παλαιότερη Ορχόη της βορειοδυτικής Μεσοποταμίας σε Έδεσσα.
Στα ρωμαϊκά χρόνια γνώρισε σχετική ακμή, καθώς βρισκόταν πάνω στην περίφημη Εγνατία Οδό, και σύμφωνα με τον ιστορικό Τίτο Λίβιο ήταν “πόλις ευγενής και αξιόλογος”. Από την εποχή του Αυγούστου μέχρι το 250 μ.Χ. διέθετε δικό της νομισματοκοπείο, ένα από τα 9 που είχαν επιτρέψει οι Ρωμαίοι στη Μακεδονία.
Το 1345 κατελήφθη για περίπου 40 χρόνια από τους Σέρβους του Δουσάν και το 1386 η πόλη ακολούθησε την τύχη της υπόλοιπης Μακεδονίας και υποτάχθηκε στους Οθωμανούς. Σε ρωσικό χρονικό της εποχής μαρτυρείται ολοκληρωτική καταστροφή από μεγάλο σεισμό το 1395, από τον οποίο και δημιουργήθηκαν οι περίφημοι καταρράκτες της. Το 1530 υπήρχαν στην πόλη 132 χριστιανικά και 48 μουσουλμανικά νοικοκυριά
Το 1782 ιδρύθηκε το πρώτο γνωστό σχολείο της πόλης, το «Ελληνομουσείον». Στα αρχεία της Μητρόπολης Εδέσσης (τότε Βοδενών) σώζεται το ιδρυτικό σιγίλιο που υπογράφει ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Γνωστός Εδεσσαίος της εποχής, ήταν ο λόγιος και καθηγητής της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο Παρίσι, Μηνάς Μηνωίδης (1788-1859). Μεγάλη οικογένεια της Έδεσσας τον 19ο αιώνα υπήρξε η οικογένεια Οικονόμου που μετανάστευσε στη Μολδοβλαχία. Από την οικογένεια αυτή κατάγεται και ο διάσημος νευρολόγος Κωνσταντίνος Οικονόμου (γνωστός ως Constantin von Economo). Το αρχοντικό της οικογένειας Οικονόμου είναι έως και σήμερα ένα από τα αξιοθέατα της Έδεσσας.
Οι κάτοικοι της Έδεσσας συμμετείχαν στην επανάσταση του 1821. Σπουδαίοι αγωνιστές της επανάστασης του 1821 ήταν ο Δημήτριος Τρούπκος και ο Παναγιώτης Ναούμ, ο οποίος συμμετείχε στις Εθνοσυνελεύσεις της Ερμιόνης (Γ΄ Εθνοσυνέλευση), της Τροιζήνας (Γ΄ Εθνοσυνέλευση), του Άργους (Δ΄ Εθνοσυνέλευση) και του Ναυπλίου (Ε΄ Εθνοσυνέλευση), ως πληρεξούσιος, καθώς επίσης και οι αδερφοί του Δημήτριος και Αντώνιος Ναούμ, οι οπλαρχηγοί Νικόλαος Αθανασίου και Αναστάσιος Δημητρίου και ο αξιωματικός Δημήτριος Κωνσταντίνου.
Τις δεκαετίες του 1860 και 1870 η Έδεσσα έγινε πεδίο συγκρούσεων μεταξύ Πατριαρχικών και Εξαρχικών. Οι Εξαρχικοί απαιτούσαν την τέλεση των εκκλησιαστικών ακολουθιών στη βουλγαρική γλώσσακαι, όταν το αίτημα απορρίφθηκε από το Μητροπολίτη Αγαθάγγελο και τον Τούρκο Καϊμακάμη, κατέλαβαν το 1870 το μητροπολιτικό ναό των Αγίων Αναργύρων και τον μετέτρεψαν σε εξαρχικό μέχρι το1912.
Κατά το Μακεδονικό Αγώνα οι πολλοί Εδεσσαίοι αγωνίστηκαν για την ελευθερία, όπως ο οπλαρχηγός Ιωάννης Τσίτσιος (καπετάν Βλάχος) και οι Μακεδονομάχοι Ιωάννης Γιούσμης, Παρίσης Παρίσης, Κωνσταντίνος Σαλάμπασης, Κωνσταντίνος Σιβένας, Αθανάσιος Φράγκου, Ιωάννης Χατζηνίκος και ο ιατρός Αργύριος Κιτάνος. Ηγετικές μορφές της πόλης υπήρξαν επίσης, ο Ευάγγελος Κωφός και ο Δημήτριος Ρίζος. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, η Έδεσσα απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό στις 18 Οκτωβρίου του 1912. Στην οικονομική ανάπτυξη του μεσοπολέμου προσέφεραν σημαντικά οι 2.500 περίπου πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην πόλη με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923-24. Πολλοί από αυτούς είχαν αστική προέλευση και ίδρυσαν βιοτεχνίες. Τη δεκαετία του ’30, εποχή πλήρους ακμής, λειτουργούν θέατρα, κινηματογράφοι, φιλαρμονική και εκδίδονται 4-5 εφημερίδες. Στην έντονη πολιτιστική κίνηση πρωτοστατεί ο σύλλογος «Μέγας Αλέξανδρος», που ιδρύθηκε το 1922 και συνεχίζει μέχρι σήμερα.
Η ευημερία της πόλης δέχθηκε ανεπανόρθωτο πλήγμα κατά τη δεκαετία του ’40, με τη γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο που ακολούθησε. Αν και η Έδεσσα δεν βομβαρδίστηκε στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, υπέστη τεράστια καταστροφή ακριβώς λίγες ημέρες πριν από τη λήξη της κατοχής. Το Σεπτέμβριο του1944, οι Γερμανοί, σε αντίποινα για το φόνο ενός στρατιώτη τους, πυρπόλησαν τη μισή πόλη αφήνοντας χιλιάδες άστεγους. Μεταξύ των κτιρίων που καταστράφηκαν περιλαμβανόταν το Αρρεναγωγείο (κτίσμα του 1862) και ο μητροπολιτικός ναός των Αγίων Αναργύρων.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Έδεσσα βρέθηκε στη δίνη του εμφυλίου πολέμου και, κατά περιόδους, κατακλύστηκε από προσωρινούς πρόσφυγες των γύρω χωριών, τα οποία εκκενώνονταν για στρατιωτικούς λόγους. Όταν έληξαν οι συγκρούσεις το 1949 και ενώ εκατοντάδες σλαβόφωνοι και άλλοι ντόπιοι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού μαζί με τις οικογένειες τους είχαν πάρει το δρόμο της αναγκαστικής εξορίας ,η πόλη προσπάθησε να επουλώσει τα τραύματα, αλλά οι οικονομικές συνθήκες είχαν αλλάξει. Η εμφάνιση των συνθετικών υφασμάτων (νάιλον, ραγιόν) που ήρθαν από την Αμερική επέφερε σκληρό ανταγωνιστικό κτύπημα στις ελληνικές κλωστοϋφαντουργίες. Ο εξηλεκτρισμός της χώρας αφαίρεσε από τις βιομηχανίες της Έδεσσας το συγκριτικό πλεονέκτημα των υδατοπτώσεων.
Επιπλέον, το τεράστιο ρεύμα αστυφιλίας της δεκαετίας του ’50 και του ’60 κατέστησε πολύ πιο επικερδή την εγκατάσταση των βιομηχανιών στα δυο μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη), όπου είχε συσσωρευθεί το 50% του πληθυσμού της χώρας. Τα εργοστάσια της Έδεσσας άρχισαν να παρακμάζουν και να κλείνουν τη δεκαετία του 1960. Το 1972, τα 4 μεγάλα είχαν κλείσει και απόμεινε να υπολειτουργεί μόνο το ΣΕΦΕΚΟ ως τη δεκαετία του ’90, ενώ χιλιάδες εργάτες αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στη Δυτική Γερμανία, το Βέλγιο, την Αυστραλία.
Πηγή : http://el.wikipedia.org
Καταρράκτες Έδεσσας
Οι καταρράκτες της Έδεσσας δεν υπήρχαν πάντα, όπως είναι σήμερα. Έως τα τέλη του 14ου αι ο κυρίως όγκος νερού συγκρατιόταν σε μία μικρή λεκάνη στα δυτικά της πόλης. Τότε τα νερά (έπειτα πιθανώς από κάποιο γεωλογικό ή καιρικό φαινόμενο) αποφασίζουν να διέλθουν την πόλη και να χυθούν, θεαματικά από τον βράχο της με συνέπεια να δημιουργηθούν πολλά μικρά ποτάμια και παράλληλα να καταργηθεί η λίμνη απ’ όπου προήλθαν. Πολλοί περιηγητές του 17ου & 18ου αι περιγράφουν την εικόνα της πόλης με έναν βράχο από όπου πέφτουν τα νερά από πολλούς καταρράκτες. Για τον σημερινό επισκέπτη θα ήταν λίγο δύσκολο να αντιληφθεί τι συνέβαινε μόλις λίγες δεκαετίες πίσω, όπου οι καταρράκτες ήταν ένα άσημο μέρος. Λίγο κρυμμένοι πίσω από τις λαπούες, λίγο κρυμμένοι πίσω από την ακατάσχετη βλάστηση, λίγο εγκαταλελειμμένοι εκεί στην άκρη του βράχου, εθεωρείτο εγχείρημα, μία μικρή ίσως περιπέτεια, να κατέβει κανείς τα δύσβατα μονοπάτια της εποχής για να τους χαζέψει Καταρράκτες Έδεσσας ή να τους φωτογραφίσει. Από το 1942 αρχίζει μία διαφορετική αντιμετώπιση του χώροι και πρώτοι οι Γερμανοί τον διαβάζουν με την τουριστική και χρηστική του, πλέον λογική. Κάθε πρωί ο λοχίας της Γκεστάπο Φριτς μπλόκαρε τα περάσματα της πλατείας, αφαιρούσε τις ταυτότητες και για να τις ξαναπάρουν πίσω έπρεπε υποχρεωτικά να περάσουν από το εργοτάξιο των καταρρακτών.
Έτσι από το τίποτα ξεπήδησαν το καλοκαίρι του 1942 δύο πισίνες, παρτέρια, ζαρντινιέρες με ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική που όπως θα έλεγαν σήμερα, σεβόταν το τοπίο. Μετά τον πόλεμο ο χώρος παραδίδεται στο δήμο, του οποίου οι κηπουροί τον φροντίζουν φυτεύοντας λουλούδια και δέντρα. Στην συνέχεια ξεσπά ο εμφύλιος πόλεμος και οι καταρράκτες ξεχνιούνται προσωρινά, εκτός βέβαια από τους αγρότες του Λόγγου οι οποίοι απολαμβάνουν το μπάνιο τους. Άνθρωποι του μόχθου που δεν είχαν δει ποτέ τους θάλασσα ξεπέζευαν το γαιδουράκι τους και βουτούσαν στα πράσινα δροσερά νερά. Σταθμός στην πορεία υπήρξε το 1953 όταν ολοκληρώθηκε και άρχισε να λειτουργεί το δημοτικό εστιατόριο με το όνομα “ΠΙΣΙΝΕΣ” το οποίο διασκέδαζε τους εδεσσαίους με βαλσάκια, ταγκό, μάμπο και λίγη ατμοσφαιρική τζαζ. Έως τις αρχές του 1960 κατασκευάζονται προσβάσεις για να μπορεί ο επισκέπτης να προσεγγίζει με ασφάλεια. Τότε κατασκευάστηκαν και σημεία “μπελβεντερε” για ποικιλία θέασης. Εξαίρεση βέβαια αποτελεί η απόφαση της ΔΕΗ (τότε (;)) να κατασκευάσει ένα ακόμη εργοστάσιο, καταστρέφοντας το πάρκο καταρρακτών και βέβαια τους ίδιους τους καταρράκτες. Η μνημειώδης βέβαια αυτή ΑΝΟΗΣΙΑ δεν πραγματοποιήθηκε γιατί οι άνθρωποι της πόλης πείσμωσαν, αντιστάθηκαν για να διασώσουν μετά από αγώνες το αυτονόητο και το προφανές Σήμερα οι καταρράκτες είναι πασίγνωστο θέαμα απείρου κάλλους για όλη την Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο. Μπορεί κανείς με ασφάλεια να θαυμάσει τον μεγάλο Καταρράκτη “Κάρανο” με το νερό να πέφτει από ύψος 70 περίπου μέτρων και τον διπλό καταρράκτη, όπως επίσης και το σπήλαιο κάτω από τον βράχο. Η περιοχή έχει αναβαθμισθεί και προσφέρει ευκολίες στους επισκέπτες. Ενδεικτικά αναφέρεται η συνεχής λειτουργία περιπτέρου πληροφοριών, η λειτουργία υπαίθριου Μουσείου Νερού και πολύ σύντομα ξενοδοχείο 5* και άλλες διευκολύνσεις.
Πηγή : http://www.pellanet.gr